Metsä στα ελληνικά

Μετάφραση: metsä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύλο, δάσος, ξυλεία, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
Metsä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • metsikkö στα ελληνικά - ξύλο, άλσος, δάσος, Grove, ελαιώνα, άλσους
  • metsuri στα ελληνικά - ξυλοκόπος, ξυλοκόπο, υλοτόμος, woodcutter, ξυλοκόπου
  • metsäinen στα ελληνικά - δασώδης, δασικές, δασώδη, δασώδεις, δασωμένες
  • metsäkauris στα ελληνικά - ελάφι, ζαρκάδι, αυγοτάραχο, ROE, ζαρκάδια, αυγοτάραχου
Τυχαίες λέξεις
Metsä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύλο, δάσος, ξυλεία, δασών, δασικών, των δασών, δάσους