Metsänhoito στα ελληνικά
Μετάφραση: metsänhoito, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- metsäkauris στα ελληνικά - ελάφι, ζαρκάδι, αυγοτάραχο, ROE, ζαρκάδια, αυγοτάραχου
- metsämaa στα ελληνικά - δάσος, δάση, δασικές εκτάσεις, δασικών εκτάσεων, δασικές περιοχές
- metsästys στα ελληνικά - κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού
- metsästäjä στα ελληνικά - κυνηγός, Hunter, κυνηγό, κυνηγού, κυνηγών
Τυχαίες λέξεις
Metsänhoito στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
Μεταφράσεις: δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία