Δασολογία στα φινλανδικά
Μετάφραση: δασολογία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metsätalous, metsänhoito, metsätalouden, metsätieteet, metsä-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασολογία
δασολογία ορεστιάδας, μεταπτυχιακό δασολογία, δασολογία και διαχείριση φυσικών πόρων, δασολογία απθ, δασολογία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δασολογία στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- δασμολόγιο στα φινλανδικά - tullimaksu, tulli, maksutaulukko, tuontivero, hinta-asteikko, tariffikiintiöiden, tariffi, ...
- δασοκομία στα φινλανδικά - metsänhoito, metsätalous, metsätalouden, metsätieteet, metsä-
- δασοφύλακας στα φινλανδικά - metsänvartija, ranger, metsänvartijan, Rangerin
- δασύς στα φινλανδικά - tylppä, hidasoppinen, tiivis, tiheä, tiuha, sakea, takkuinen, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασολογία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: metsätalous, metsänhoito, metsätalouden, metsätieteet, metsä-
Μεταφράσεις: metsätalous, metsänhoito, metsätalouden, metsätieteet, metsä-