Ministeri στα ελληνικά

Μετάφραση: ministeri, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργός, ιερέας, Υφυπουργός, Υφυπουργό επικεφαλής του Κρατικού, Υπουργός, Secretary of State, υπουργό
Ministeri στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • minimaalinen στα ελληνικά - ελάχιστος, ελάχιστη, ελάχιστο, ελάχιστες, ελάχιστα
  • minimi στα ελληνικά - ελάχιστος, ελάχιστο, ελάχιστη, ελάχιστες, ελάχιστων
  • ministeriö στα ελληνικά - υπουργείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
  • minkä στα ελληνικά - ποιανού, τίνος, τι, αυτό που, το τι, ποια
Τυχαίες λέξεις
Ministeri στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, Υφυπουργός, Υφυπουργό επικεφαλής του Κρατικού, Υπουργός, Secretary of State, υπουργό