Muunnelma στα ελληνικά

Μετάφραση: muunnelma, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναλλακτικός, παραλλαγή, μεταβολή, διακύμανση, διακύμανσης, μεταβολής
Muunnelma στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • muumio στα ελληνικά - μούμια, μαμά, μούμιας, μούμια του, μουμιών
  • muunnella στα ελληνικά - τροποποιώ, μεταβάλλω, μετουσιώνω, ποικίλλω, αλλάζω, μετατρέπω, παραποιώ, ...
  • muunnin στα ελληνικά - μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής
  • muunnos στα ελληνικά - μεταμόρφωση, ποικιλία, μετάφραση, μείωση, αναγωγή, περιστολή, εναλλακτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Muunnelma στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναλλακτικός, παραλλαγή, μεταβολή, διακύμανση, διακύμανσης, μεταβολής