Λέξη: θανάσιμος

Σχετικές λέξεις: θανάσιμος

θανάσιμος τραυματισμός στρατιώτη, θανάσιμος αυτοτραυματισμός οπλίτη, θανάσιμος τραυματισμός αξιωματικού της πα, θανάσιμος τραυματισμός αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, θανάσιμος επισκέπτης imdb, θανάσιμος τραυματισμός 65χρονου στη νάξο, θανάσιμος τραυματισμός στελέχους του πν, θανάσιμοσ επισκέπτησ, θανάσιμος παραμύθι lyrics, θανάσιμος παραμυθάκι

Συνώνυμα: θανάσιμος

θανατηφόρος, φονικός, αμείλικτος, αδυσώπητος, θανατικός, θνητός, νεκρικός, μακάβριος

Μεταφράσεις: θανάσιμος

θανάσιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mortal, deadly, lethal, deathly, fatal

θανάσιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mortal, persona, letal, mortales, mortífera, mortífero

θανάσιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einzelperson, mensch, tödlich, einzelwesen, sterblich, person, individuum, tödlichen, tödliche, tödlicher, tödliches

θανάσιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
individu, effroyable, personne, redoutable, mortel, terrible, meurtrier, fatal, épouvantable, mortelle, meurtrière, mortelles

θανάσιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
micidiale, letale, mortale, mortali, letali

θανάσιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indivíduo, pessoa, sujeito, personagem, mortal, mortalmente, mortais, fatal, letal

θανάσιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
persoon, knul, snuiter, kerel, moorddadig, enkeling, menselijk, sterfelijk, dodelijk, vent, individu, personage, sujet, dodelijke, doods

θανάσιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смертный, персона, личный, личность, ужасный, смертельный, человек, скучнейший, смертельно, смертельным, смертельная, смертельной

θανάσιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dødelig, individ, dødelige, livsfarlige, livsfarlig, giftige

θανάσιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dödlig, dödligt, dödliga, deadly, döds

θανάσιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksilö, kuolettava, tappava, kuolevainen, henkilö, ihminen, tappavan, tappavia, tappavaa, deadly

θανάσιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
person, dødelig, dødbringende, dødelige, dødsensfarlige, dødeligt

θανάσιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osudný, vražedný, smrtelník, smrtelný, hrozný, smrtelně, smrtící, smrtelná, smrtelné

θανάσιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śmiertelny, straszliwy, śmiertelnik, śmiertelnie, zabójczy, śmiercionośny, morderczy, śmiertelne

θανάσιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halandó, halálos, a halálos, halálosan, gyilkos, végzetes

θανάσιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öldürücü, birey, ölümlü, ölümcül, ölümcül bir, deadly

θανάσιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шматочки, смертельно

θανάσιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vdekjeprurës, vdekjeprurëse, vdekjeprurës i, vrasëse, i tmerrshëm

θανάσιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
човек, смъртоносен, смъртоносна, смъртоносни, смъртоносно, смъртоносната

θανάσιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек, смяротна, сьмяротна, смяртэльна, страшэнна

θανάσιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
surelik, surmav, surmava, surmavat, surmavad, surmavate

θανάσιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snažan, čovjek, smrtan, smrtnik, ubojit, smrtonosna, smrtonosne, smrtonosni, smrtonosan

θανάσιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dauðlegur, banvænn, dauðans, banvænt, stórhættulegar, hættulegasta

θανάσιμος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
letifer

θανάσιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmuo, žmogus, mirtinas, mirtinai, mirtini, Mirtinos, mirtina

θανάσιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mirstīgais, persona, cilvēks, nāvīga, nāvējoši, ārkārtīgi bīstami, nāvējoša

θανάσιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смртоносен, смртоносните, смртоносни, смртоносна, смртоносниот

θανάσιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
muritor, mortal, de moarte, moarte, mortale, mortala

θανάσιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smrtonosna, smrtonosen, smrtonosne, smrtonosno, deadly

θανάσιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smrteľný, smrteľné, smrteľná, fatálny, smrtelný
Τυχαίες λέξεις