Nyt στα ελληνικά

Μετάφραση: nyt, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τώρα, σήμερα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον
Nyt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nystermä στα ελληνικά - οξύ άκρο, ακμή, πρόθυρα, φύμα, ακιδωτό
  • nystyrä στα ελληνικά - μικρός κόμβος, οζίδιο, οζιδίου, όζος, οζιδίων
  • nytkäyttää στα ελληνικά - κουνώ, τραντάζω, σαλεύω
  • nyttemmin στα ελληνικά - τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, σήμερα
Τυχαίες λέξεις
Nyt στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τώρα, σήμερα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον