Λέξη: πειραματικός

Σχετικές λέξεις: πειραματικός

πειραματικός σχεδιασμός και στατιστικές εφαρμογές στην ψυχολογία, πειραματικός σταθμός τηλεοράσεως, πειραματικός κινηματογράφος, πειραματικόσ χώροσ ανάμεσα, πειραματικός έλεγχος των νόμων του απλού εκκρεμούς, πειραματικός σχεδιασμός

Μεταφράσεις: πειραματικός

πειραματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
experimental, pilot, an experimental, experimentally

πειραματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
experimental, experimentales, experimental de, experimentación

πειραματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
experimentell, Experimental-, Versuchs-, experimentellen

πειραματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
expérimental, d'essai, expérimentale, expérimentales, expérimentaux, expérimentation

πειραματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sperimentale, sperimentali, sperimentazione, sperimentale di

πειραματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
experimental, experimentais, experimental de, experimento

πειραματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
experimenteel, empirisch, experimentele, de experimentele, experimenten, experiment

πειραματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
экспериментальный, пробный, подопытный, экспериментальная, экспериментальное, экспериментальной, экспериментальные

πειραματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksperimentell, eksperimentelle, eksperimentelt, forsøks, eksperiment

πειραματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
experimentell, experimentella, försöks, experiment, experimentellt

πειραματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kokeellinen, kokeiluluonteinen, kokeellisen, kokeellista, kokeellisia, kokeellisiin

πειραματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksperimentel, eksperimenterende, eksperimentelle, eksperimentelt, forsøg

πειραματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
experimentální, experimentálního, experimentálních, experimentálním, pokusný

πειραματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
eksperymentalny, doświadczalny, experimental, eksperymentalne, eksperymentalna

πειραματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kísérleti, a kísérleti, kísérletes, tapasztalati

πειραματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deneysel, deney, deneme, deneysel bir

πειραματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спробний, пробний, піддослідний, експериментальний

πειραματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eksperimental, eksperimentale, eksperimentale e, eksperimental i, i provuar

πειραματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експериментален, експериментална, експериментално, експерименталната, експериментални

πειραματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эксперыментальны, экспэрымэнтальны

πειραματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eksperimentaalne, eksperimentaalse, eksperimentaalsed, eksperimentaalsete, eksperimentaalset

πειραματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksperimentalnim, eksperimentalno, pokusni, eksperimentalan, eksperimentalni, eksperimentalna, eksperimentalne

πειραματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilrauna, tilraunastigi, á tilraunastigi, tilraunum, tilraunaverkefni

πειραματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eksperimentinis, eksperimentinė, eksperimentinės, eksperimentinio, eksperimentiniai

πειραματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eksperimentāls, eksperimentālo, eksperimentālā, eksperimentālās, eksperimentu

πειραματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експериментални, експериментален, експерименталните, експерименталната, експериментална

πειραματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
experimental, experimentale, experimentală, experimentala

πειραματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
eksperimentalni, eksperimentalno, eksperimentalen, eksperimentalna, experimental

πειραματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokusný, experimentálne, experimentálna, experimentálny, experimentálnej, experimentálnu
Τυχαίες λέξεις