Olka στα ελληνικά

Μετάφραση: olka, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ώμος, σπάλα, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
Olka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • olio στα ελληνικά - πλάσμα, πράγμα, όν, πλάσματος, δημιούργημα, το πλάσμα, ον
  • oljet στα ελληνικά - καλαμάκι, άχυρο, αχύρου, άχυρου, άχυρα
  • olkain στα ελληνικά - αορτήρας, ιμάντα ώμου, λουρί ώμου, ιμάντας ώμου, λουρί ώμων
  • olkapää στα ελληνικά - ώμος, σπάλα, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
Τυχαίες λέξεις
Olka στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ώμος, σπάλα, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων