Olomuoto στα ελληνικά

Μετάφραση: olomuoto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσταση, πάθηση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Olomuoto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • olla välittämättä στα ελληνικά - παραβλέπω, αγνοώ, να, για, σε, με, για να
  • olo στα ελληνικά - όν, ύπαρξη, ισόβιος, θέση, βίος, ζωή, κατάσταση, ...
  • olosuhde στα ελληνικά - κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
  • olosuhteet στα ελληνικά - πλαίσιο, συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών
Τυχαίες λέξεις
Olomuoto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσταση, πάθηση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές