Omistaja στα ελληνικά

Μετάφραση: omistaja, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιοκτήτης, κτήτορας, κάτοχος, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Omistaja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • omintakeinen στα ελληνικά - διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική
  • omistaa στα ελληνικά - αφιερώνω, έχω, κατέχω, έχε, αμπάρι, κρατώ, της], ...
  • omistautua στα ελληνικά - αφιερώνω, να αφιερώσει, να αφιερώσουν, να αφιερώσω, να αφιερώσουμε, να αφιερώσετε
  • omistautuminen στα ελληνικά - δέσμευση, πίστη, υπακοή, προσήλωση, αφιέρωση, αφοσίωση, αφοσίωσή, ...
Τυχαίες λέξεις
Omistaja στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιοκτήτης, κτήτορας, κάτοχος, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο