Λέξη: συναθροίζομαι
Συνώνυμα: συναθροίζομαι
συνάγω, συναθροίζω, μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, συγκαλώ, επιθεωρώ, συνέρχομαι
Μεταφράσεις: συναθροίζομαι
συναθροίζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
throng, forgather, gather, muster, congregate, assemble
συναθροίζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
congregarse, congregan, se congregan, el forgather
συναθροίζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zulauf, pulk, gedränge, sich versammeln, forgather
συναθροίζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
foule, affluer, entasser, cohue, affluence, tourbe, masse, presser, se réunir, forgather
συναθροίζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
folla, calca, stuolo, riunirsi, forgather, riuniscono, si riuniscono, raccogliersi
συναθροίζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reunir-se, congregam
συναθροίζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijeenkomen
συναθροίζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
толкотня, множество, валить, многолюдство, толпа, толчея, давка, тесниться, сутолока, толпиться, масса, встречаться, собираться
συναθροίζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mengde, trengsel, forgather
συναθροίζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
FÖRSAMLAS, SAMLAS, UMGÅS
συναθροίζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuhista, tungeksia, tungos, tunkea, joukko, forgather
συναθροίζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forgather
συναθροίζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tlačenice, nával, dav, tlačit, namačkat, zástup, tísnit, forgather
συναθροίζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chmara, tłok, ciżba, tłum, tłoczyć, zbierać się
συναθροίζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összejön, összegyűlik
συναθροίζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplanmak, forgather
συναθροίζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штовханина, товкотнеча, натовп, зустрічатися
συναθροίζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mblidhem, shoqërohem, ndesh
συναθροίζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
срещам се, събирам се, срещам
συναθροίζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сустракацца
συναθροίζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tunglema, rüselema, rahvamass, kogunema, seltsima
συναθροίζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gomila, mnoštvo, vreva, rulja, sastati, naći se, sastati se
συναθροίζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
örtröð, forgather
συναθροίζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susirinkti, susitikti, Renkama, Subūrimas
συναθροίζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sapulcēties
συναθροίζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спакувам
συναθροίζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se aduna, se reuni
συναθροίζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nával, Srečati
συναθροίζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nával, forgather
Τυχαίες λέξεις