Osake στα ελληνικά

Μετάφραση: osake, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, κλήρος, μοιράζομαι, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Osake στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • osajako στα ελληνικά - ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
  • osakas στα ελληνικά - συστατικός, ταίρι, μέτοχος, σύντροφος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, ...
  • osakesalkku στα ελληνικά - χαρτοφυλάκιο, το χαρτοφυλάκιο, του χαρτοφυλακίου, το χαρτοφυλάκιο των, που το χαρτοφυλάκιο, ο φάκελος
  • osakkeenomistaja στα ελληνικά - μέτοχος, ταίρι, σύντροφος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
Τυχαίες λέξεις
Osake στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, κλήρος, μοιράζομαι, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο