Λέξη: συχνός
Σχετικές λέξεις: συχνός
συχνός συνώνυμα, συχνόσ λόξυγγασ, συχνός πονοκέφαλος, συχνός βήχας, συχνός αγγλικά, συχνός πυρετός, συχνός πυρετός σε παιδιά, συχνός πονόλαιμος
Συνώνυμα: συχνός
αλλεπάλληλος
Μεταφράσεις: συχνός
συχνός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frequent, a frequent
συχνός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cursar, frecuente, frecuentes, frecuencia, frecuentemente, con frecuencia
συχνός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
häufig, häufige, häufigen, häufiger, häufigsten
συχνός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hanter, voir, fréquent, courant, répandu, fréquenter, commun, fréquente, fréquentes, fréquents, fréquemment
συχνός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frequente, frequenti, spesso, frequenza, frequentemente
συχνός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frequente, frequentar, francês, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente
συχνός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veelvuldig, frequente, frequent, regelmatig, voorkomende
συχνός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
частотный, бывать, многократный, таскаться, частый, часто, частое, частые, частым
συχνός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hyppig, hyppige, hyppigere, ofte, vanlig
συχνός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frekvent, frekventa, ofta, täta, vanligare
συχνός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tiheä, usein, toistuvasti, kanta, yleisiä
συχνός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hyppig, hyppige, ofte, hyppigt, hyppigere
συχνός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
častý, navštěvovat, obvyklý, hojný, běžný, časté, často, častým, častá
συχνός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwiedzać, częsty, rozpowszechniony, uczęszczać, bywać, częste, często, częściej, częstym
συχνός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyakori, gyakran, gyakoribb, a gyakori, gyakrabban
συχνός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sık, sık sık, sık görülen, sıklıkla, sıkça
συχνός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
частотний, частий, найчастіший, часте, частіший
συχνός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjek, shpeshtë, i shpeshtë, shpeshta, të shpeshta, e shpeshtë
συχνός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чест, често, чести, честа, честото
συχνός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часты, частае, частая
συχνός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sage, korduv, sagedane, sagedased, sagedaste, sagedase
συχνός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učestao, frekventan, čest, čestih, učestalo, česte, česta, česti
συχνός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tíð, oft, tíður, algengari, tíðar
συχνός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
creber
συχνός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lankyti, dažnas, dažnai, dažniau, dažna, dažni
συχνός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
biežs, bieži, bieža, biežāk, biežas
συχνός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
честите, чести, честа, често, чест
συχνός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frecvent, frecvente, frecventă, frecventa, des
συχνός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogost, pogosto, pogoste, pogosti, pogosta, pogostejši
συχνός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
častý, časté, častá, častú, častým
Τυχαίες λέξεις