Osanottaja στα ελληνικά
Μετάφραση: osanottaja, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμμέτοχος, ακόλουθος, μέλος, παίκτης, στέλεχος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- osamäärä στα ελληνικά - μερίδα, πηλίκο, πηλίκον, λόγος, πηλίκου, το πηλίκο
- osanen στα ελληνικά - κλήρος, θραύσμα, μοιράζω, σωματίδιο, διορία, κομματάκι, μόριο, ...
- osanottajaton στα ελληνικά - ασυνόδευτος
- osanotto στα ελληνικά - παρουσία, αρραβώνες, συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, η συμμετοχή, της συμμετοχής
Τυχαίες λέξεις
Osanottaja στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμμέτοχος, ακόλουθος, μέλος, παίκτης, στέλεχος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
Μεταφράσεις: συμμέτοχος, ακόλουθος, μέλος, παίκτης, στέλεχος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες