Λέξη: σφικτά

Συνώνυμα: σφικτά

σφιγκτά

Μεταφράσεις: σφικτά

σφικτά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
firmly, tightly, tight, snugly, is tightly

σφικτά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
herméticamente, apretadamente, estrechamente, bien, firmemente

σφικτά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fest, dicht, eng

σφικτά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fermement, résolument, absolument, fortement, assurément, solidement, sûrement, fort, vigoureusement, étroitement, bien, hermétiquement, serré

σφικτά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
strettamente, ben, ermeticamente, saldamente, stretto

σφικτά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
firmemente, firma, firmar, hermeticamente, fortemente, força, com força

σφικτά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stevig, pal, strak, goed, nauw, dicht

σφικτά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крепко, накрепко, твердо, наглухо, прочно, плотно, тесно, сильно, жестко

σφικτά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tett, godt, stramt, hardt, fast

σφικτά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tätt, hårt, väl, väl till, ordentligt

σφικτά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kovasti, lujasti, lujaa, visusti, tiukasti, tiiviisti

σφικτά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stramt, tæt, fast, holdes tæt, skal holdes tæt

σφικτά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezpečně, odhodlaně, napevno, rozhodně, solidně, silně, pevně, těsně, dobře, úzce, důslednou

σφικτά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mocno, pewnie, solidnie, stanowczo, ciasno, szczelnie, dobrze, ściśle

σφικτά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szűken, szorosan, jól, légmentesen, szoros

σφικτά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sıkıca, sıkı, sıkı bir şekilde, sıkı bir, ağzı sıkıca

σφικτά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непохитно, твердо, щільно, що щільно

σφικτά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fort, ngushtë, të ngushtë, fort të, ngushtësisht

σφικτά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плътно, здраво, тясно, силно, строго

σφικτά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчыльна

σφικτά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tugevalt, kindlakäeliselt, kindlalt, tihedalt, rangelt, tugevasti

σφικτά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čvrsto, dobro, usko, tijesno, je čvrsto

σφικτά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fast, vel, þétt, fastur, tryggilega

σφικτά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvirtai, standžiai, sandariai, glaudžiai, griežtai

σφικτά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cieši, stingri, blīvi

σφικτά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цврсто, тесно, добро, цврсто се, строго

σφικτά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bine, strâns, ermetic, strans, etanș

σφικτά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tesno, dobro, trdno, strogo, shranjujte tesno

σφικτά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
napevno, tesne, úzko, bezprostredne
Τυχαίες λέξεις