Päällä στα ελληνικά

Μετάφραση: päällä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελείωσε, πάνω, σε, επί, κατά, για, σχετικά
Päällä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • päällystäminen στα ελληνικά - αίτηση, χρήση, προσήλωση, εφαρμογή, επένδυση, επικάλυψη, επικάλυψης, ...
  • päällystää στα ελληνικά - άσφαλτος, καλύπτω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
  • päämaali στα ελληνικά - αντικείμενο, αντιτείνω
  • päämaja στα ελληνικά - αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, την έδρα, έδρα της
Τυχαίες λέξεις
Päällä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελείωσε, πάνω, σε, επί, κατά, για, σχετικά