Λέξη: ψωμί
Σχετικές λέξεις: ψωμί
ψωμί βρώμης, ψωμί συνταγές, ψωμί ζέας, ψωμί εσσαίων, ψωμί και αλάτι, ψωμί και τριαντάφυλλα, ψωμί χωρίς γλουτένη, ψωμί ονειροκρίτης, ψωμί με προζύμι, ψωμί θερμίδες, συνταγή ψωμί, φέτα με ψωμί, το ψωμί, ψωμι, συνταγή για ψωμί, φετα με ψωμί
Συνώνυμα: ψωμί
άρτος
Μεταφράσεις: ψωμί
ψωμί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bread, of bread, breads
ψωμί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pan, el pan, de pan, pan de, del pan
ψωμί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brot, Brot, bread, Brotes
ψωμί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pain, subsistance, du pain, le pain, de pain, pains
ψωμί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pane, il pane, di pane, del pane, bread
ψωμί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pão, o pão, de pão, pão de, pães
ψωμί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mik, brood, het brood
ψωμί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хлеб, хлеба, хлебом, хлебопродуктов
ψωμί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brød, brødet
ψωμί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bröd, brödet
ψωμί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
leipä, raha, elatus, limppu, toimeentulo, leipää, leivän, bread, leivästä
ψωμί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brød, brødet, brød kan
ψωμί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živobytí, chléb, chleba, houskový, pečivo, bread
ψωμί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrzymanie, chleb, pieczywo, chleba, bread, chlebowy
ψωμί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kenyér, kenyeret, kenyérrel, a kenyér, a kenyeret
ψωμί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ekmek, ekmeği, bread, ekmeklik
ψωμί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збіжжя, хліб, хліба
ψωμί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
buka, bukë, bukën, bukës, buka e
ψωμί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хляб, хляба, на хляб, хлябове
ψωμί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хлеб, хлеба, збожжа
ψωμί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leib, elatis, leiba, leiva, leiva-, leivast
ψωμί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kruha, kruh, hljeb, krušni, kruhom
ψωμί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brauð, brauðið, brauði
ψωμί στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
panis
ψωμί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
duona, duonos, duoną, pyragas
ψωμί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maize, maizes, maizi, bread
ψωμί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
леб, лебот, на леб
ψωμί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pâine, paine, pâinea, pâinii, de pâine
ψωμί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kruh, bread, kruha, kruhom
ψωμί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chlieb, živobytí, chleba, bread