Päättelemätön στα ελληνικά

Μετάφραση: päättelemätön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαισθητικός
Päättelemätön στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • päätelmä στα ελληνικά - συλλογισμός, έκπτωση, επαγωγή, συμπέρασμα, σύναψη, τη σύναψη, Συμπερασματικά, ...
  • päätteeksi στα ελληνικά - τελικά, το, η, ο, την, της
  • päättely στα ελληνικά - συλλογισμός, συλλογιστικός, έκπτωση, συμπέρασμα, συναχθεί, συμπερασμού, συναγωγή, ...
  • päättyminen στα ελληνικά - τερματισμός, λήξη, τερματισμού, τερματισμό, καταγγελία
Τυχαίες λέξεις
Päättelemätön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαισθητικός