Pönkittää στα ελληνικά

Μετάφραση: pönkittää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακτή, στυλώνω, καλύψουμε, ενισχύσουν την, στηρίξει τις, καλύψουμε την
Pönkittää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pölvästi στα ελληνικά - μουγγός, χαζός, ναρκωτικό, βερνίκι, DOPE, ναρκωτικές ουσίες, πρόσμιξης νόθευσης
  • pöly στα ελληνικά - πασπαλίζω, σκόνη, πούδρα, σκόνης, τη σκόνη, της σκόνης, σκόνες
  • pönkkä στα ελληνικά - στυλοβάτης, στύλος, στήριγμα, ορθοστάτη, στύλου, ορθοστάτης
  • pönttö στα ελληνικά - μπορώ, κάδος, βαρέλι, κουτί, βλάκας, λεκάνη, μπολ, ...
Τυχαίες λέξεις
Pönkittää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακτή, στυλώνω, καλύψουμε, ενισχύσουν την, στηρίξει τις, καλύψουμε την