Pöpö στα ελληνικά

Μετάφραση: pöpö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρόβιο, έντομο, σφάλμα, bug, σφαλμάτων
Pöpö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pönkkä στα ελληνικά - στυλοβάτης, στύλος, στήριγμα, ορθοστάτη, στύλου, ορθοστάτης
  • pönttö στα ελληνικά - μπορώ, κάδος, βαρέλι, κουτί, βλάκας, λεκάνη, μπολ, ...
  • pörheä στα ελληνικά - θαμνώδης, θαμνώδη, θαμνώδες, θαμνώδεις, φουντωτή
  • pöristä στα ελληνικά - βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
Τυχαίες λέξεις
Pöpö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρόβιο, έντομο, σφάλμα, bug, σφαλμάτων