Perintö στα ελληνικά
Μετάφραση: perintö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κληρονομιά, περιουσία, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, της πολιτιστικής κληρονομιάς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- perinteinen στα ελληνικά - παραδοσιακός, συμβατικός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
- perinteisesti στα ελληνικά - παραδοσιακά, παράδοση, κατά παράδοση, παραδοσιακό, παραδόσεως
- periä στα ελληνικά - απαιτώ, χρειάζομαι, παίρνω, ζήτηση, ζητώ, κληρονομώ, αποκτώ, ...
- perkaus στα ελληνικά - καθάρισμα, εκκαθάριση, ξέφωτο, καθαρισμός, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό
Τυχαίες λέξεις
Perintö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κληρονομιά, περιουσία, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, της πολιτιστικής κληρονομιάς
Μεταφράσεις: κληρονομιά, περιουσία, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, της πολιτιστικής κληρονομιάς