Perinteinen στα ελληνικά
Μετάφραση: perinteinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδοσιακός, συμβατικός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- perinpohjainen στα ελληνικά - εξονυχιστικός, περίτεχνος, προσεγμένος, λεπτομερής, ριζικός, διεξοδικός, πλήρης, ...
- perinteellinen στα ελληνικά - παραδοσιακός, το παραδοσιακό, η παραδοσιακή, την παραδοσιακή, ο παραδοσιακός, τα παραδοσιακά
- perinteisesti στα ελληνικά - παραδοσιακά, παράδοση, κατά παράδοση, παραδοσιακό, παραδόσεως
- perintö στα ελληνικά - κληρονομιά, περιουσία, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, της πολιτιστικής κληρονομιάς
Τυχαίες λέξεις
Perinteinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδοσιακός, συμβατικός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
Μεταφράσεις: παραδοσιακός, συμβατικός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές