Perusteos στα ελληνικά
Μετάφραση: perusteos, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθεντία, κύρος, εξουσία, βασική, βασικό, βασικές, βασικού, βασικών
Μεταφράσεις
- perustelu στα ελληνικά - λογομαχία, δικαιολογία, δήλωση, τεκμηρίωση, αιτιολογία, διαφωνία, επιχείρημα, ...
- perustelut στα ελληνικά - αρχή, συλλογισμός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, συλλογιστικής
- perustus στα ελληνικά - πάτος, ίδρυση, κρεβάτι, ίδρυμα, μύηση, βάθρο, θεσμός, ...
- perustyyppi στα ελληνικά - βασικός τύπος, βασικού τύπου, βασικό τύπο, βασικούς τύπους, κατηγορία συνήθων
Τυχαίες λέξεις
Perusteos στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθεντία, κύρος, εξουσία, βασική, βασικό, βασικές, βασικού, βασικών
Μεταφράσεις: αυθεντία, κύρος, εξουσία, βασική, βασικό, βασικές, βασικού, βασικών