Pihi στα ελληνικά
Μετάφραση: pihi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδόπιστος, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό, στενά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- piharatamo στα ελληνικά - αρνόγλωσσο, πεντάνευρου, πλαντάγο, πλαντάγου, βανανιάς
- pihdata στα ελληνικά - τσιγκουνεύομαι, αμελώ, skimp, τσιγκουνευόμαστε, να αμελώ, αμελώ σχετικά
- pihinä στα ελληνικά - τσιτσιρίζω, σφυρίζω, τσιγαρίζω, αποτυγχάνω, συρίζω, fizzle, σφυρίζω αδύνατα, ...
- pihisevä στα ελληνικά - ασθματικός, ασθμαίνων, ασθμαίνοντος, συρίττοντα, συριγμού του
Τυχαίες λέξεις
Pihi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδόπιστος, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό, στενά
Μεταφράσεις: παραδόπιστος, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό, στενά