Λέξη: υπερχείλιση
Σχετικές λέξεις: υπερχείλιση
υπερχείλιση ενυδρειου, υπερχείλιση κούρη, υπερχείλιση πισίνας, υπερχείλιση καρμπυρατερ, υπερχείλιση δυαδικό, υπερχείλιση δυαδικων αριθμων, υπερχείλιση βενζίνης, υπερχείλιση tunze, υπερχείλιση φραγμάτων, υπερχείλιση παραφλου
Μεταφράσεις: υπερχείλιση
υπερχείλιση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overflow, overflowing, flooding, cascading, overfilling
υπερχείλιση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desbordar, desbordamiento, overflow, rebose, desbordamiento de, de desbordamiento
υπερχείλιση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überfließt, überlauf, abfluss, Überlauf, Überlaufen
υπερχείλιση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
noyer, divaguer, trop-plein, transfuser, ruissellement, déverser, inondation, débordement, inonder, excédent, répandre, déborder, transvaser, overflow, de débordement
υπερχείλιση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
straripare, inondazione, traboccare, inondare, straripamento, troppo pieno, di overflow
υπερχείλιση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ultrapassagem, cobrir, transbordar, transbordamento, estouro, estouro de, de estouro
υπερχείλιση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwatering, overloop, overstroming, overflow, overlopen, overstromen
υπερχείλιση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перелиться, разлив, сток, затапливать, переливаться, переполнение, залить, водоотвод, наводнение, изобиловать, заливать, избыток, переполнения, перелива, переполнении, перелив
υπερχείλιση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overløp, flow, overflyt, flyt, overflow
υπερχείλιση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bräddavlopp, överströmnings, overflow, spill
υπερχείλιση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylittää, ylijäämä, puhkua, pursuta, valuma, ylivuoto, ylivuodon, overflow, ylivuotoa
υπερχείλιση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overløb, overflow, overløbet
υπερχείλιση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přetéci, rozlít, přetékat, zalít, přetéct, přelévat, záplava, přetékání, přebytek, přetečení, přepad
υπερχείλιση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wylanie, przelew, wylewać, zalewać, wylew, przelewać, przepełnienie, przerzutnia, przelać, przepełniać, rozlew, nadmiar, przelewowy, przepełnienia
υπερχείλιση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
többletterhelés, túlcsordulás, túlfolyó, túlcsordulási, túlfolyás, túlcsordulást
υπερχείλιση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taşma, taşması, overflow
υπερχείλιση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затоплювати, затопити, переливатись, переповнення, переповнювання
υπερχείλιση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
del nga shtrati, mbushje e tepërt, mbushem plotë e përplot, përmbytje, vërshim ujërash
υπερχείλιση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оттичане, разлив, отток, преливник, преливане, препълване, препълване на, преливната
υπερχείλιση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перапаўненне, перапаўненьне
υπερχείλιση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülevoolamine, ülevool, ülevoolu, overflow, ületäitumine, ületäitumise
υπερχείλιση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prepuniti, poplava, preplaviti, preljev, bujati, prelijevanje, preliti, overflow, preljeva
υπερχείλιση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flæða, flæða yfir, gnægð, yfirfallsvatnið, yfirflæðir
υπερχείλιση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
redundo
υπερχείλιση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perteklius, išsiliejimas, perpildymo, perkrautas, overflow
υπερχείλιση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārplūst, pārplūdes, pārpildes, pārplūde, pārpilnība
υπερχείλιση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претекување, преливник, прелевање, преливни, прелевање на
υπερχείλιση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
revărsare, preaplin, overflow, de preaplin, depășire
υπερχείλιση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
overflow, prelivno, prelivna, preliv, prelivni
υπερχείλιση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pretekania, pretekaniu, pretekanie