Piilottaa στα ελληνικά
Μετάφραση: piilottaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρύβω, κρύβομαι, φυλάω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Μεταφράσεις
- piilopaikka στα ελληνικά - κρησφύγετο, κρυψώνα, την Κρυψώνα, κρύπτη
- piilotella στα ελληνικά - εκκρίνω, καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
- piiloutua στα ελληνικά - κρύβομαι, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
- piilu στα ελληνικά - πέλεκας, σκάλισμα, λάξευση, Carving, λαξεύσιμες, εργασίες γλυπτικής
Τυχαίες λέξεις
Piilottaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρύβω, κρύβομαι, φυλάω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Μεταφράσεις: κρύβω, κρύβομαι, φυλάω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν