Puristaminen στα ελληνικά
Μετάφραση: puristaminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίεση, πρεσάρω, πιέζω, πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, το πάτημα
Μεταφράσεις
- pureva στα ελληνικά - σκληρός, ανελέητος, μαύρος, μυτερός, αυστηρός, οξυδερκής, αιφνίδιος, ...
- puristaa στα ελληνικά - συστέλλομαι, σφίγγω, συμβόλαιο, προσβάλλομαι, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, ...
- puristava στα ελληνικά - πίεση, πρεσάρω, πιέζω, σφίξιμο, στεγανότητα, στεγανότητας, σφίξιμο στο, ...
- puristuma στα ελληνικά - συμπίεση, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
Τυχαίες λέξεις
Puristaminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίεση, πρεσάρω, πιέζω, πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, το πάτημα
Μεταφράσεις: πίεση, πρεσάρω, πιέζω, πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, το πάτημα