Puu στα ελληνικά
Μετάφραση: puu, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυλεία, ξύλο, δέντρο, δάσος, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
Μεταφράσεις
- putkityöläinen στα ελληνικά - υδραυλικός, εργάτης, εργαζόμενος, εργαζόμενο, εργαζομένου, εργαζομένων
- putous στα ελληνικά - καταρράκτης, εκπίπτω, πτώση, κατρακυλώ, χύνω, πέφτω, καταρράκτη, ...
- puuaine στα ελληνικά - ξύλο, δάσος, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά, ύλη
- puudutus στα ελληνικά - αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
Τυχαίες λέξεις
Puu στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυλεία, ξύλο, δέντρο, δάσος, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
Μεταφράσεις: ξυλεία, ξύλο, δέντρο, δάσος, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο