Λέξη: επιθυμητός
Σχετικές λέξεις: επιθυμητός
επιθυμητός αγγλικά, επιθυμητός english, επιθυμητός συνώνυμα, επιθυμητός συνώνυμο, επιθυμητός στα αγγλικά
Συνώνυμα: επιθυμητός
ελκυστικός, σκόπιμος
Μεταφράσεις: επιθυμητός
επιθυμητός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
desirable, desired, desirable to, wanted
επιθυμητός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deseable, conveniente, deseables, aconsejable
επιθυμητός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begehrenswert, erstrebenswert, wünschenswert, erwünscht, wünschenswerte
επιθυμητός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
souhaitable, opportun, convenable, adéquat, désirable, approprié, utile, souhaitables, souhaitable de, souhaitable que
επιθυμητός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
desiderabile, auspicabile, opportuno, desiderabili, auspicabili
επιθυμητός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desejável, desejáveis, conveniente, desej�el, aconselhado
επιθυμητός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
begeerlijk, wenselijk, gewenst, gewenste, wenselijke, wenselijk is
επιθυμητός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
желаемый, желанный, угодный, желательный, подходящий, хороший, желательно, желательным, желательны
επιθυμητός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ønskelig, ønskelige, ønsket, er ønskelig, ønskelig med
επιθυμητός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
önskvärt, önskvärd, önskvärda, önskvärt att, lämpligt
επιθυμητός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haluttava, kelpo, haluttu, kunnon, suotava, toivottava, toivottavaa, suotavaa
επιθυμητός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ønskelig, ønskeligt, ønskværdigt, bør
επιθυμητός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vhodný, žádoucí, vhodné
επιθυμητός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
atrakcyjny, odpowiedni, właściwy, pożądany, pożądane, pożądana, wskazane
επιθυμητός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kívánatos, kívánatosnak, kívánt, szükség
επιθυμητός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekici, arzu, arzu edilen, arzu edilir, istenebilir
επιθυμητός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
добрячий, гарний, придатний, хороший, бажаний, бажану, найбажаніший
επιθυμητός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dëshirueshëm, dëshirueshme, e dëshirueshme, të dëshirueshme, dëshirueshëm
επιθυμητός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
желателен, желан, желателно, е желателно, желателна
επιθυμητός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пажаданы, пераважны
επιθυμητός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ihaldusväärne, soovitud, soovitav, soovitatav, soovitavaks
επιθυμητός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
željen, poželjan, željeni, poželjno, poželjna, poželjnim, poželjni
επιθυμητός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fýsilegur, æskilegt, æskileg, eftirsóknarvert, æskilegt að, æskilegar
επιθυμητός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pageidaujamas, pageidautina, pageidautinas, pageidaujama
επιθυμητός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vēlams, vēlama, vēlamu, vēlami
επιθυμητός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пожелно, посакувани, пожелни, пожелна, е пожелно
επιθυμητός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezirabil, dorit, de dorit, dorit ca, dorită
επιθυμητός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaželeno, zaželena, zaželen, zaželene
επιθυμητός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vhodný, žiaduce, žiadúce, potrebné, vhodné, žiaduca
Τυχαίες λέξεις