Säleikkö στα ελληνικά

Μετάφραση: säleikkö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνοιγμα, ενοχλητικός, επωάζω, επώαση, μπουκαπόρτα, εκκολάπτομαι, κιγκλίδωμα, τρίψιμο, το τρίψιμο, εσχάρα, σχάρας
Säleikkö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asettaminen στα ελληνικά - προσθήκη, τοποθέτηση, καταχώρηση, σύνθεση, Περιβάλλον, ρύθμιση, τη ρύθμιση, ...
  • keskiviikko στα ελληνικά - παντρεύομαι, Τετάρτη, Τετάρτης, της Τετάρτης, την Τετάρτη
  • laillistaa στα ελληνικά - πιστοποιώ, επικυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
  • paavi στα ελληνικά - πάπας, πάπισσα, πάπα, παπά, παπάς, ο Πάπας
Τυχαίες λέξεις
Säleikkö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνοιγμα, ενοχλητικός, επωάζω, επώαση, μπουκαπόρτα, εκκολάπτομαι, κιγκλίδωμα, τρίψιμο, το τρίψιμο, εσχάρα, σχάρας