Tärisevä στα ελληνικά
Μετάφραση: tärisevä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρεμούλιασμα, επισφαλής, νευρικός, φοβισμένος, εκνευρισμού, νευρικότητα, τρεμόπαιγμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- epäystävällinen στα ελληνικά - εχθρικός, δυσμενής, εχθρικό, εχθρική, μη φιλικό
- kohtalaisen στα ελληνικά - αρκετά, λογικά, κάπως, μέτρια, μετρίως, μέτριας, συγκρατημένα, ...
- lehdistö στα ελληνικά - πιέζω, φύλλο, φύλλωμα, πρεσάρω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, ...
- pannukakku στα ελληνικά - τηγανίτα, κρέπα, pancake, τηγανίτες, τηγανίτας
Τυχαίες λέξεις
Tärisevä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρεμούλιασμα, επισφαλής, νευρικός, φοβισμένος, εκνευρισμού, νευρικότητα, τρεμόπαιγμα
Μεταφράσεις: τρεμούλιασμα, επισφαλής, νευρικός, φοβισμένος, εκνευρισμού, νευρικότητα, τρεμόπαιγμα