Λέξη: αποπληξία

Σχετικές λέξεις: αποπληξία

αποπληξία ετυμολογία, αποπληξία τι σημαινει, αποπληξία τησ υπόφυσησ, αποπληξία english, αποπληξία ορισμος, αποπληξία υπόφυσης, αποπληξία βικιπαίδεια, εγκεφαλική αποπληξία, αποπληξία τι ειναι, αποπληξία λεξικό

Συνώνυμα: αποπληξία

κτύπημα, χτύπημα, οργή, προσβολή, πεννιά

Μεταφράσεις: αποπληξία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apoplexy, stroke, seizures, stroke an
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apoplejía, carrera, golpe, trazo, accidente cerebrovascular, ictus
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlaganfall, Schlaganfall, Hub, Schlag, Takt, Strich
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apoplexie, coup, course, AVC, accident vasculaire cérébral, trait
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apoplessia, colpo, tratto, corsa, ictus, stroke
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
golpe, apoplexia, curso, acidente vascular cerebral, AVC
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beroerte, slag, een beroerte, takt, CVA
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паралич, удар, инсульт, апоплексия, ход, инсульта, тактный
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjerneslag, slag, strøk, takts
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stroke, slag, slaget
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
halvaus, tahti, aivohalvaus, aivohalvauksen, isku, stroke
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slag, slagtilfælde, streg, takts, apopleksi
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mrtvice, zdvih, zdvihu, tah, cévní mozková příhoda
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
apopleksja, udar, suw, uderzenie, takt, skok
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szélütés, ütés, vonás, löket, a stroke
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inme, strok, kontur, felç, sondaji
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апоплексія, хід, перебіг, процес, хода
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pash, goditje, goditje e, goditi, stroke
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар, инсулт, ход, мозъчен инсулт, хода
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ход, хаду
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajurabandus, apopleksia, insult, insuldi, rabandus, rabanduse, insulti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kap, oduzetost, apopleksija, udar, udarac, moždani udar, moždanog udara
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heilablóðfall, högg, heilablóðfalli, slag, slagi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
insultas, insulto, taktų, smūgis, insultą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trieka, sitiens, insults, insultu, insulta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мозочен удар, удар, мозочниот удар, ударот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atac, cursă, accident vascular cerebral, de accident vascular cerebral, un accident vascular cerebral, atac cerebral
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mrtvice, kap, kapi, možganska kap, hod, gib
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
apoplexie, mŕtvice, mŕtvica, porážka, príhoda, porážky

Στατιστικά δημοτικότητας: αποπληξία

Τυχαίες λέξεις