Täynnä στα ελληνικά
Μετάφραση: täynnä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγχωμένος, έγκυος, κατάφορτος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Μεταφράσεις
- agentuuri στα ελληνικά - πρακτορείο, υπηρεσία, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
- ennakointi στα ελληνικά - αναμονή, πρόρρηση, πρόβλεψη, προσδοκία, ενόψει, πρόβλεψης
- holtiton στα ελληνικά - ατάσθαλος, παράτολμος, απερίσκεπτος, ανεύθυνος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, ...
- lohi στα ελληνικά - σολομός, σολομού, σολομό, του σολομού, σολωμού
Τυχαίες λέξεις
Täynnä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγχωμένος, έγκυος, κατάφορτος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Μεταφράσεις: αγχωμένος, έγκυος, κατάφορτος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες