Täyttää στα ελληνικά

Μετάφραση: täyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταλαμβάνω, γεμίζω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Täyttää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aksiooma στα ελληνικά - αξίωμα, το αξίωμα, αξιώματος, αξίωμα του, αξιωμάτων
  • kilvoitella στα ελληνικά - διαγωνίζομαι, καταπολεμώ, μάχομαι, συναγωνίζομαι, μάχη, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, ...
  • palaa στα ελληνικά - καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
  • pikkarainen στα ελληνικά - μικρός, Πικαράινεν
Τυχαίες λέξεις
Täyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταλαμβάνω, γεμίζω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει