Λέξη: τηλεσκόπιο
Σχετικές λέξεις: τηλεσκόπιο
τηλεσκόπιο για παιδιά, τηλεσκόπιο ανίχνευσε τα σημάδια της μεγάλης έκρηξης, τηλεσκόπιο αγορά, τηλεσκόπιο τιμή, τηλεσκόπιο «είδε βαρυτικά κύματα της μεγάλης έκρηξης», τηλεσκόπιο hubble, τηλεσκόπιο σωματιδίων υψηλής ενέργειας, τηλεσκόπιο χαϊδάρι, τηλεσκόπιο αρίσταρχος, τηλεσκόπιο newall
Μεταφράσεις: τηλεσκόπιο
τηλεσκόπιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
telescope, a telescope, of telescope, the telescope
τηλεσκόπιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
telescopio, catalejo, telescopio de, del telescopio, el telescopio, telescopios
τηλεσκόπιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fernrohr, teleskop, Fernrohr, Teleskop, Teleskops
τηλεσκόπιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
télescoper, lunette, télescope, longue-vue, télescope de, telescope, téléscope
τηλεσκόπιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
telescopio, cannocchiale, del telescopio, telescopio di, il telescopio
τηλεσκόπιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
telefonar, telefone, telescópio, telescópio de, do telescópio, luneta
τηλεσκόπιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sterrenkijker, telescoop, verrekijker, de telescoop, kijker
τηλεσκόπιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
телескоп, телескопия, телескопа, телескопом, телескопе
τηλεσκόπιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teleskop, kikkert, teleskopet
τηλεσκόπιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teleskop, teleskopet, teleskopets
τηλεσκόπιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kutistaa, kaukoputki, teleskooppi, kaukoputken, teleskoopin, kaukoputkella
τηλεσκόπιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
teleskop, teleskopet, kikkert, teleskopets
τηλεσκόπιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
teleskop, dalekohled, dalekohledu, teleskopu, dalekohledem
τηλεσκόπιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
teleskop, luneta, teleskopu, teleskopowe, telescope
τηλεσκόπιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
messzelátó, távcső, teleszkóp, távcsövet, teleszkópos, teleszkóppal
τηλεσκόπιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
teleskop, teleskopu, bir teleskop, teleskobu, telescope
τηλεσκόπιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
телескоп
τηλεσκόπιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
teleskopi, teleskop, teleskopi i, teleskopit, teleskop të
τηλεσκόπιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
телескоп, телескопа, телескопи, телескопични
τηλεσκόπιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэлескоп, тэлескопе, телескоп
τηλεσκόπιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teleskoop, teleskoobi, teleskoobiga, teleskoopi, teleskoobist
τηλεσκόπιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
komprimirati, teleskop, teleskopa, teleskopom, je teleskop
τηλεσκόπιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjónauka, sjónaukinn, sjónauki, sjónauka er
τηλεσκόπιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teleskopas, teleskopo, teleskopą informacinis, teleskopą, Telescope
τηλεσκόπιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
teleskops, teleskopu, teleskopa, Telescope
τηλεσκόπιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
телескопот, телескоп, телескопи, телескоп во
τηλεσκόπιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
telescop, telescopul, telescopului, telescop de, telescopice
τηλεσκόπιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
teleskop, teleskopski, teleskopom, telescope, teleskopsko
τηλεσκόπιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ďalekohľad, teleskop, dalekohled