Tuki στα ελληνικά

Μετάφραση: tuki, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφύγιο, επιδότηση, συμπαράσταση, πατρονάρισμα, πλήττω, στυλοβάτης, επιχορήγηση, προστασία, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Tuki στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • harjoittelija στα ελληνικά - εκπαιδευόμενος, δόκιμος, ασκούμενος, εκπαιδευόμενο, εκπαιδευόμενου, ασκούμενου
  • keskiviikko στα ελληνικά - παντρεύομαι, Τετάρτη, Τετάρτης, της Τετάρτης, την Τετάρτη
  • pantti στα ελληνικά - πρόστιμο, ασφάλεια, στερούμαι, εχέγγυο, αντίκρισμα, υπόσχομαι, τίμημα, ...
  • perkele στα ελληνικά - διάβολος, Devil, διαβόλου, Διάβολο, διαβόλων
Τυχαίες λέξεις
Tuki στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφύγιο, επιδότηση, συμπαράσταση, πατρονάρισμα, πλήττω, στυλοβάτης, επιχορήγηση, προστασία, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη