Tulos στα ελληνικά

Μετάφραση: tulos, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκβαση, αποτέλεσμα, επίπτωση, κατάληξη, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Tulos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • epäiltävä στα ελληνικά - ύποπτος, καχύποπτος, αμφίβολος, υποψία, ύποπτο, υπόνοιες, ύποπτα, ...
  • lukita στα ελληνικά - φτιάχνω, κλειδαριά, αφηνιάζω, κλειδώνω, κρατιούμαι, φυλακίζομαι, κλειδώσει, ...
  • mylvintä στα ελληνικά - μουγκρίζω, παρακάτω, πιο κάτω, τον παρακάτω
  • olosuhde στα ελληνικά - κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
Τυχαίες λέξεις
Tulos στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκβαση, αποτέλεσμα, επίπτωση, κατάληξη, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος