Tunkkainen στα ελληνικά
Μετάφραση: tunkkainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαγιάτικος, νοτερός, αποπνικτικός, απεριποίητος, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arvelu στα ελληνικά - εικασία, κερδοσκοπία, υπόθεση, εικασίες, εικασίας, συγκυρία
- imeytyminen στα ελληνικά - απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
- liittäminen στα ελληνικά - σύνδεσμος, ενσωμάτωση, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη, ενσωμάτωσή
- poppamies στα ελληνικά - μάγος, μάγο, μάγισσα γιατρό, ο μάγος, μάγο γιατρό
Τυχαίες λέξεις
Tunkkainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαγιάτικος, νοτερός, αποπνικτικός, απεριποίητος, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη
Μεταφράσεις: μπαγιάτικος, νοτερός, αποπνικτικός, απεριποίητος, μπαγιάτικο, έωλη, πολυδιατηρημένο, μπαγιάτικη