Tuo στα ελληνικά

Μετάφραση: tuo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φέρνω, εκείνος, που, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι
Tuo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arkuus στα ελληνικά - ατολμία, δειλία, ντροπαλότητα, τρυφερότητα, ευαισθησία, την τρυφερότητα, τρυφερότητας, ...
  • jakso στα ελληνικά - κύκλος, στάδιο, αλληλουχία, περιοδεία, επεισόδιο, σκηνοθετώ, τμήμα, ...
  • jo στα ελληνικά - ακόμα, ωστόσο, ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη
  • lippalakki στα ελληνικά - τραγιάσκα, σκούφος, θήκη, καπέλο
Τυχαίες λέξεις
Tuo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φέρνω, εκείνος, που, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι