Tympäistä στα ελληνικά
Μετάφραση: tympäistä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρίκη, εξαντλημένος, αηδία, κουρασμένος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kronologinen στα ελληνικά - χρονολογικός, χρονολογικές, χρονολογική
- lähete στα ελληνικά - σημειώνω, έκλυση, σημείωση, εκπομπή, έμβασμα, που καλύπτουν, καλύπτουν, ...
- marmori στα ελληνικά - μάρμαρο, μαρμάρινος, μαρμάρινο, μαρμάρινα, μαρμάρου, μαρμάρινη
- mekanismi στα ελληνικά - μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ο μηχανισμός, του μηχανισμού
Τυχαίες λέξεις
Tympäistä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρίκη, εξαντλημένος, αηδία, κουρασμένος
Μεταφράσεις: φρίκη, εξαντλημένος, αηδία, κουρασμένος