Vähentää στα ελληνικά

Μετάφραση: vähentää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομψός, μικραίνω, κόβω, μειώνομαι, ψαλιδίζω, ταπεινώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, συρρικνώνομαι, μειώνω, κλαδεύω, μείωση, κόψιμο, κουρεύω, περιορίζω, κοπή, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, μειώνουν
Vähentää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alainen στα ελληνικά - υφιστάμενος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
  • konsistori στα ελληνικά - συμβούλιο, δήμος, εκκλησιαστικό συμβούλιο, consistory, εκκλησιαστικό, συνοδικό, εκκλησιαστικό δικαστήριο
  • kurkata στα ελληνικά - κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοίταγμα, ματιά, peek, κρυφοκοιτάζει, ματιά στο
  • pysyvyys στα ελληνικά - επιμονή, εμμονή, σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
Τυχαίες λέξεις
Vähentää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομψός, μικραίνω, κόβω, μειώνομαι, ψαλιδίζω, ταπεινώνω, ελαττώνω, χαμηλώνω, συρρικνώνομαι, μειώνω, κλαδεύω, μείωση, κόψιμο, κουρεύω, περιορίζω, κοπή, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, μειώνουν