Väkirynnäkkö στα ελληνικά

Μετάφραση: väkirynnäkkö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεση, βίαιη, βίαιες, βίαιων, βίαια, βίαιο
Väkirynnäkkö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alamäki στα ελληνικά - πέφτω, ξεπεσμός, πτώση, καταγωγή, μαρασμός, εκπίπτω, κλίνω, ...
  • alemmuus στα ελληνικά - κατωτερότητα, κατωτερότητας, inferiority, κατωτερότητά
  • harjoitustehtävä στα ελληνικά - παράδειγμα, υπόδειγμα, άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
  • hypellä στα ελληνικά - χορεύω, παραλείψτε, skip, παραλείψετε, παρακάμψετε, μεταβείτε
Τυχαίες λέξεις
Väkirynnäkkö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεση, βίαιη, βίαιες, βίαιων, βίαια, βίαιο