Väline στα ελληνικά

Μετάφραση: väline, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέχνασμα, μέσος, μεταχειρίζομαι, μέτριος, μεσαίος, συσκευή, όχημα, μηχάνημα, εργαλείο, όργανο, μέσον, ενδιάμεσος, χερούλι, χειρίζομαι, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
Väline στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arvaamaton στα ελληνικά - ασταθής, ακανόνιστη, ασταθείς, ακανόνιστες, ασταθή
  • ihmettely στα ελληνικά - αναρωτιέμαι, θαυμασμός, διερωτώμαι, θαύμα, αναρωτιούνται, αναρωτιέστε, αναρωτηθεί, ...
  • liete στα ελληνικά - πρόσχωμα, λάσπη, ιλύος, λάσπης, ιλύς, ιλύ
  • pitkänomainen στα ελληνικά - επιμήκη, επιμήκης, επίμηκες, επιμήκεις, επιμήκους
Τυχαίες λέξεις
Väline στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέχνασμα, μέσος, μεταχειρίζομαι, μέτριος, μεσαίος, συσκευή, όχημα, μηχάνημα, εργαλείο, όργανο, μέσον, ενδιάμεσος, χερούλι, χειρίζομαι, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για