Vala στα ελληνικά
Μετάφραση: vala, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάζω, ορκίζομαι, όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Μεταφράσεις
- huipentaa στα ελληνικά - στιγμιότυπο, τονίζω, top off, κορυφή μακριά, κορυφή από, ολοκληρώσει μακριά, το ολοκληρώσει μακριά
- matkalippu στα ελληνικά - εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, με εισιτήρια για, με εισιτήρια
- nauttia στα ελληνικά - λιάζομαι, χαίρω, απολαμβάνω, γεύση, γεύομαι, έχω, έχουν, ...
- nuorukainen στα ελληνικά - νεαρός, παιδί, νεαρό, νεαρού, ο νεαρός
Τυχαίες λέξεις
Vala στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάζω, ορκίζομαι, όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Μεταφράσεις: τάζω, ορκίζομαι, όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο