Ορκίζομαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siunata, vala, vannoa, luottaa, vannoneet, pyhittää, kiroilla, kirota, vannottu, herjata, vannon, vannovat, vannomaan
Ορκίζομαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ορκίζομαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα φινλανδικά - ehdottomasti, varmasti, todellakaan, lopullisesti, selvästi
  • οριστικός στα φινλανδικά - määrätty, ehdoton, lopullinen, lopullisen, lopulliset, lopullista, lopullisten
  • ορκισμένος στα φινλανδικά - vannoneet, vannottu, vannoutunut, vannonut, valaehtoinen, valan tehneen
  • ορμέμφυτος στα φινλανδικά - hätäinen, vaistomainen, vaistonvarainen, vaistomaisesti, vaistomaista, vaistonvaraista
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: siunata, vala, vannoa, luottaa, vannoneet, pyhittää, kiroilla, kirota, vannottu, herjata, vannon, vannovat, vannomaan