Vallan στα ελληνικά

Μετάφραση: vallan, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύτως, ακριβώς, τελείως, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Vallan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hölkätä στα ελληνικά - τριποδίζω, σκούντημα, jog, τζόκινγκ, τζόγκινγκ, κάνετε τζόκινγκ
  • kaislat στα ελληνικά - καλάμι, βούρλα, βούρλα που, βιασύνες, τα βούρλα, αμοντάριστο υλικό
  • kiihkomielisyys στα ελληνικά - φανατισμός, φανατισμό, φανατισμού, τον φανατισμό, του φανατισμού
  • pinaatti στα ελληνικά - σπανάκι, το σπανάκι, σπανακιού, σπανάκια, τα σπανάκια
Τυχαίες λέξεις
Vallan στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύτως, ακριβώς, τελείως, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ