Vannoneet στα ελληνικά
Μετάφραση: vannoneet, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- harakka στα ελληνικά - καρακάξα, κίσσα, κίσσας, την κίσσα, magpie
- kuviointi στα ελληνικά - σχέδιο, υφή, πρότυπο, μοτίβο, σχήμα, προτύπου
- luhistus στα ελληνικά - καταρρέω, σωριάζομαι, καταρρέει, κατάρρευση, καταρρέουν, καταρρεύσει, την κατάρρευση
- piparjuuri στα ελληνικά - χρένο, κοχλιαρίας, χρένου, ραφανιδική, κρένου
Τυχαίες λέξεις
Vannoneet στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς