Varasto στα ελληνικά
Μετάφραση: varasto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παροχή, βάζω, αποθήκη, μαγαζί, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, παρέχω, αποθήκευση, προμήθεια, χορήγηση, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eteerinen στα ελληνικά - κεραία, αιθέρια, αιθέριο, αιθερικό, αιθερικού, αιθερικά
- kasvo στα ελληνικά - όψη, ανέχομαι, έκφραση, προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο, στο πρόσωπο
- liekku στα ελληνικά - λίκνο
- metsästää στα ελληνικά - τρέχω, κυνήγι, Hunt, το κυνήγι, κυνηγιού, κυνηγούν
Τυχαίες λέξεις
Varasto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παροχή, βάζω, αποθήκη, μαγαζί, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, παρέχω, αποθήκευση, προμήθεια, χορήγηση, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη
Μεταφράσεις: παροχή, βάζω, αποθήκη, μαγαζί, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, παρέχω, αποθήκευση, προμήθεια, χορήγηση, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη