Λέξη: χαμηλώνω
Συνώνυμα: χαμηλώνω
εξευτελίζω, υποβιβάζω, ταπεινώνω, φθίνω, μαραίνομαι, καταβιβάζω, ελαττώ, ελαττώνω, περιορίζω, μετατρέπω, περιστέλλω
Μεταφράσεις: χαμηλώνω
χαμηλώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lower, abase, droop
χαμηλώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bajar, inferior, rebajar, abase, rebájese
χαμηλώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vermindern, aussetzen, niedrigerer, verringern, zweitrangig, senken, reduzieren, mindern, ausfahren, herabsetzen, niedrigere, niedriger, niederlassen, untere, herunterlassen, erniedrigen, abase, verderben
χαμηλώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baissons, réduire, abaisser, ravaler, diminuer, baisser, rabaisser, baissez, baissent, rabattre, inférieur, bas, humilier, mortifier, abase
χαμηλώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbassamento, calare, diminuire, inferiore, abbassare, ribassare, umiliare, abase, degradare, avvilire
χαμηλώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abaixar, rebaixar, baixo, baixar, humilhar, abase, degradar
χαμηλώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlagen, neerhalen, afslaan, afdraaien, vernederen, abase, een base, verootmoedigen, kleinmaken
χαμηλώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
принижать, преклониться, снизить, опускаться, понизить, книзу, свешивать, понижать, снизиться, опуститься, свесить, спускаться, спускать, унижать, принизить, опустить, унижаешь
χαμηλώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
senke, abase
χαμηλώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nedre, minska, FÖRNEDRA, FÖRÖDMJUKA
χαμηλώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
madaltaa, halventaa, laskea alas, vähentää, ala, alempi, nöyryyttää, abase
χαμηλώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
abase, fornedre, abase for
χαμηλώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nižší, spouštět, dolní, svěsit, ponížit, snižovat, klopit, dolejší, podřízený, redukovat, pokořit, snížit, spodní
χαμηλώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zniżyć, degradować, obniżać, opuszczać, zniżać, obniżyć, poniżać
χαμηλώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alacsonyabb, megaláz, ABASE
χαμηλώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alçaltmak, indirmek, inmek, aşağılamak, abase, küçültmek, supozituvar baz, küçük düşürmek
χαμηλώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
малоосвічений, навислий, низькочолий, темний, принижувати, принижуватиме
χαμηλώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
poshtëroj, ul
χαμηλώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ниже, унижавам, понижавам, деградирам
χαμηλώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зневажаць, прыніжаць, зьневажаць, уніжаць, зняважыць
χαμηλώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alam, alandama, alanduma, ABASE
χαμηλώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nižoj, donji, nižim, niža, uniziti, poniziti, sniziti
χαμηλώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lækka, abase
χαμηλώνω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
demitto
χαμηλώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nužeminti, žemintis, Žeminti, Degradēt, Poniżać
χαμηλώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pazemot, degradēt, noniecināt, pazemināt
χαμηλώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
abase
χαμηλώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înjosi, retrograda, smeri, umili, degrada
χαμηλώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
snežit, inž, Ponižen
χαμηλώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
níž, dolní, nižší, ponížiť, poniže
Τυχαίες λέξεις